συνδιακοσμέω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιακοσμέω:''' [[θέτω]] σε [[τάξη]] μαζί, [[στολίζω]] από κοινού, σε Πλάτ., Πλούτ. | |lsmtext='''συνδιακοσμέω:''' [[θέτω]] σε [[τάξη]] μαζί, [[στολίζω]] από κοινού, σε Πλάτ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-διακοσμέω samen helemaal op orde brengen of inrichten, helpen helemaal op orde te brengen of in te richten. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A set in order together, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Pl.Lg.712b, cf. Plu.Num.1, Sol.26.
German (Pape)
[Seite 1007] mit oder zugleich anordnen, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Plat. Legg. IV, 712 b.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακοσμέω: διακοσμῶ, εἰς τάξιν βάλλω ὁμοῦ, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 712Β, πρβλ. Πλουτ. Νουμ. 1, Σόλων 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
régler ou organiser en même temps.
Étymologie: σύν, διακοσμέω.
Greek Monotonic
συνδιακοσμέω: θέτω σε τάξη μαζί, στολίζω από κοινού, σε Πλάτ., Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διακοσμέω samen helemaal op orde brengen of inrichten, helpen helemaal op orde te brengen of in te richten.