κλαυσιάω: Difference between revisions
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλαυσιάω:''' [desiderat. к [[κλαίω]] собираться плакать: τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον κλαυσιᾷ Arph. дверь жалобно заскрипела. | |elrutext='''κλαυσιάω:''' [desiderat. к [[κλαίω]] собираться плакать: τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον κλαυσιᾷ Arph. дверь жалобно заскрипела. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλαυσιάω verlangen om te huilen, reden tot huilen hebben. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Desider. of κλαίω,
A wish to weep, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κ. the door is like to weep, i.e. shall suffer for creaking, Ar.Pl. 1099.
German (Pape)
[Seite 1446] = Vorigem; weinerlich thun, Poil. 2, 64. Uebertr. von der knarrenden Thür, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ Ar. Plut. 1098.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυσιάω: ἐφετ. τοῦ κλαίω, ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ θύρα μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), ἐπειδὴ ἄνευ αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
crier en parl. d’une porte qui grince.
Étymologie: κλαίω.
Greek Monotonic
κλαυσιάω: εφετικό του κλαίω, επιθυμώ να κλάψω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, η μικρή θύρα πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), επειδή τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κλαυσιάω: [desiderat. к κλαίω собираться плакать: τὸ θύριον φθεγγόμενον κλαυσιᾷ Arph. дверь жалобно заскрипела.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαυσιάω verlangen om te huilen, reden tot huilen hebben.