δέψω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(3)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέψω:''' αόρ. αʹ <i>ἐδέψησα</i>, όπως αν προερχόταν από [[δεψέω]] ([[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]] ή [[μαλάσσω]] ένα [[πράγμα]] [[μέχρι]] να μαλακώσει· <i>κηρὸν δεψήσας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ [[δέρμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δέψω:''' αόρ. αʹ <i>ἐδέψησα</i>, όπως αν προερχόταν από [[δεψέω]] ([[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]] ή [[μαλάσσω]] ένα [[πράγμα]] [[μέχρι]] να μαλακώσει· <i>κηρὸν δεψήσας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ [[δέρμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=δέψω [~ δέφω] kneden.
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέψω Medium diacritics: δέψω Low diacritics: δέψω Capitals: ΔΕΨΩ
Transliteration A: dépsō Transliteration B: depsō Transliteration C: depso Beta Code: de/yw

English (LSJ)

aor. ἐδέψησα,

   A work or knead a thing till it is soft, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Od.12.48; δέψει χερσὶ [τὸ δέρμα] Hdt.4.64.

German (Pape)

[Seite 555] dasselbe, gerben, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

δέψω: ἀόρ. (ὡς ἐκ ῥήμ. δεψέω)· - Λατ. depso (πρβλ. δέφω), κατεργάζομαι, μαλάσσω, ποιῶ τι μαλακόν, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Ὀδ. Μ. 48· δέψει χερσὶ τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· πρβλ. σκυλοδέψης.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et part. ao. δεψήσας;
amollir, assouplir.
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.

English (Autenrieth)

aor. part. δεψήσᾶς: knead (to soften), Od. 12.48†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. δεψήσας Od.12.48]
1 dar forma ablandando κηρόν Od.l.c., cf. Cat.Agr.76, 90, tb. en v. med., fig. χείρ ἐστιν ἡ δεψαμένη σε θεοῦ la mano de Dios es la que te modela Gr.Nyss.Hom.creat.45.9
prensar con los pies Phot.Bibl.449b27.
2 curtir (τὸ δέρμα) δέψει τῇσι χερσί Hdt.4.64, ῥινοὺς ... βοῶν δέψοντες Philostr.Gym.10, cf. Cat.Agr.135.3.
3 obs. manosear, sobar Varro Sat.Men.331, Cic.Fam.9.22.4.

• Etimología: Cf. δέφω.

Greek Monolingual

δέψω (Α)
κατεργάζομαι, μαλάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέφω.

Greek Monotonic

δέψω: αόρ. αʹ ἐδέψησα, όπως αν προερχόταν από δεψέω (δέφω), κατεργάζομαι ή μαλάσσω ένα πράγμα μέχρι να μαλακώσει· κηρὸν δεψήσας, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ δέρμα, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέψω [~ δέφω] kneden.