προκατακαίω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκατακαίω:''' μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] τα πάντα από [[πριν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προκατακαίω:''' μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] τα πάντα από [[πριν]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κατακαίω bij het voorttrekken het land platbranden.
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατακαίω Medium diacritics: προκατακαίω Low diacritics: προκατακαίω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΑΙΩ
Transliteration A: prokatakaíō Transliteration B: prokatakaiō Transliteration C: prokatakaio Beta Code: prokatakai/w

English (LSJ)

   A burn before, D.C.60.34; of soldiers, burn all before them, X.An.1.6.2.

German (Pape)

[Seite 728] (s. καίω), vorher verbrennen, D. Cass. 60, 34; vorausgehen und verbrennen, Xen. An. 1, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακαίω: κατακαίω πρότερον, Δίων Κ. 60. 34· ἐπὶ στρατιωτῶν, κατακαίω πᾶν ὅ,τι συναντήσω ἐνώπιόν μου, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

f. προκατακαύσω, ao. προκατέκηα;
brûler (tout) avant (l’arrivée de l’armée).
Étymologie: πρό, κατακαίω.

Greek Monolingual

Α
1. κατακαίω εκ τών προτέρων
2. (για στρατιώτες) προχωρώ και κατακαίω καθετί που θα συναντήσω μπροστά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακαίω «καίω ολοκληρωτικά»].

Greek Monotonic

προκατακαίω: μέλ. -καύσω, καίω τα πάντα από πριν, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατακαίω bij het voorttrekken het land platbranden.