προηγεμών: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προηγεμών:''' -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Δημ.
|lsmtext='''προηγεμών:''' -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=προηγεμών -όνος, ὁ [προηγέομαι] voorganger, wegwijzer (in een mysteriecultus).
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγεμών Medium diacritics: προηγεμών Low diacritics: προηγεμών Capitals: ΠΡΟΗΓΕΜΩΝ
Transliteration A: proēgemṓn Transliteration B: proēgemōn Transliteration C: proigemon Beta Code: prohgemw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ,

   A one who goes before as a guide, Alciphr.3.36.    II instructor in the mysteries, D.18.260.

German (Pape)

[Seite 722] όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ ἔξαρχος Dem. 18, 260.

Greek (Liddell-Scott)

προηγεμών: -όνος, ὁ προπορευόμενος ὡς ὁδηγός, Δημ. 313. 27.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
conducteur, chef.
Étymologie: πρό, ἡγεμών.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που εισάγει στα μυστήρια.

Greek Monotonic

προηγεμών: -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως αρχηγός, ηγέτης, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγεμών -όνος, ὁ [προηγέομαι] voorganger, wegwijzer (in een mysteriecultus).