κάλλυσμα: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(18) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάλλυσμα]], τὸ (Α) [[καλλύνω]]<br />αυτό που αποβάλλεται [[μετά]] τον καθαρισμό, το [[σκουπίδι]]. | |mltxt=[[κάλλυσμα]], τὸ (Α) [[καλλύνω]]<br />αυτό που αποβάλλεται [[μετά]] τον καθαρισμό, το [[σκουπίδι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάλλυσμα -ατος, τό [καλλύνω] afval:. διφᾶν τὰ καλλύσματα het afval doorzoeken Thphr. Ch. 10.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A sweeping, in pl., IG12(5).593A22 (Ceos), prob. in Thphr.Char.10.6, cf. Hsch. s.v. σάρματα.
German (Pape)
[Seite 1312] τό, das Ausgefegte, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλυσμα: τό, σάρωμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· μηδὲ τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.
Greek Monolingual
κάλλυσμα, τὸ (Α) καλλύνω
αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλλυσμα -ατος, τό [καλλύνω] afval:. διφᾶν τὰ καλλύσματα het afval doorzoeken Thphr. Ch. 10.6.