προπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προπράσσω:''' атт. [[προπράττω]] делать (за)ранее: π. χάριτάς τινι Aesch. осчастливить кого-л.; τὰ προπεπραγμένα Arst. прежние действия или события, ранее случившиеся.
|elrutext='''προπράσσω:''' атт. [[προπράττω]] делать (за)ранее: π. χάριτάς τινι Aesch. осчастливить кого-л.; τὰ προπεπραγμένα Arst. прежние действия или события, ранее случившиеся.
}}
{{elnl
|elnltext=προπράσσω Ion. voor προπράττω.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπράσσω Medium diacritics: προπράσσω Low diacritics: προπράσσω Capitals: ΠΡΟΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: proprássō Transliteration B: proprassō Transliteration C: proprasso Beta Code: propra/ssw

English (LSJ)

Att. προπράττω,

   A do before, τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ D.C.52.13:—Pass., τὰ προπεπραγμένα Arist.Po.1455b30, Luc.Jud.Voc.2; τὰ προπραχθέντα LXX 1 Es.1.33.    II exact, χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς A.Ch. 834(lyr.).

German (Pape)

[Seite 741] att. -ττω, vorher od. eher thun, als ein Anderer; Aesch. Ch. 821; τοῖς προπεπραγμένοις ἀεί τι μεῖζον προστιθέν, Luc. iud. voc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

προπράσσω: Ἀττ. -ττω, πράττω πρότερον, τι Δίων Κ. 52. 13· τὰ προπεπραγμένα Ἀριστ. Ποιητ. 18. 3, Λουκ. Δίκη Φων. 2. ΙΙ. ἐκτελῶ πρῶτον, προπράσσων χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς Αἰσχύλ. Χο. 834 (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ)

French (Bailly abrégé)

faire auparavant ou avant qqn.
Étymologie: πρό, πράσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προπράττω Α
1. κάνω κάτι προηγουμένως
2. εκτελώ κατά πρώτον («προπράσσων χάριτας ὀργᾱς λυγρᾱς», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

προπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω·
I. κάνω εκ των προτέρων, σε Αριστ., Λουκ.
II. επιβάλλω, εκτελώ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προπράσσω: атт. προπράττω делать (за)ранее: π. χάριτάς τινι Aesch. осчастливить кого-л.; τὰ προπεπραγμένα Arst. прежние действия или события, ранее случившиеся.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπράσσω Ion. voor προπράττω.