διάστρεμμα: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(9) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῑς λοιποῑς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾱς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»). | |mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῑς λοιποῑς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾱς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A wrench, dislocation, Hp.Off.23.
Greek (Liddell-Scott)
διάστρεμμα: -ατος, τό, στρέβλωσις, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. dislocación, desviación Hp.Mochl.37, Off.23, Prorrh.2.10, Gal.18(2).888.
Greek Monolingual
το (AM διάστρεμμα) διαστρέφω
βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)
μσν.
διαφωνία
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.