ψεύδορκος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψεύδορκος:''' -ον, = το προηγ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ψεύδορκος:''' -ον, = το προηγ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψεύδορκος -ον [ψευδής, ὅρκος] meinedig. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg., E.Med.1392 (anap.), Ps.-Phoc.17: Sup., Ph.1.412.
German (Pape)
[Seite 1395] falsch schwörend, meineidig, Eur. Med. 1392.
Greek (Liddell-Scott)
ψεύδορκος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Μήδ. 1392, Ψευδοφωκυλ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ψεύδορκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ορκίζεται εν γνώσει του ψέματα, που δίνει ψεύτικη ένορκη διαβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ὅρκος (πρβλ. ἐπί-ορκος)].
Greek Monotonic
ψεύδορκος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψεύδορκος -ον [ψευδής, ὅρκος] meinedig.