πολυέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυέλικτος:''' -ον, [[πολύ]] συσπειρωμένος, [[πολυέλικτος]] [[ἁδονά]], [[ευχαρίστηση]], [[ηδονή]] του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολυέλικτος:''' -ον, [[πολύ]] συσπειρωμένος, [[πολυέλικτος]] [[ἁδονά]], [[ευχαρίστηση]], [[ηδονή]] του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέλικτος Medium diacritics: πολυέλικτος Low diacritics: πολυέλικτος Capitals: ΠΟΛΥΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: polyéliktos Transliteration B: polyeliktos Transliteration C: polyeliktos Beta Code: polue/liktos

English (LSJ)

ον,

   A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13.    II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.

German (Pape)

[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυέλικτος, -ον, ΜΑ
(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.)
(

Greek Monotonic

πολυέλικτος: -ον, πολύ συσπειρωμένος, πολυέλικτος ἁδονά, ευχαρίστηση, ηδονή του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.