Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιλείχω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιλείχω:''' <b class="num">1)</b> облизывать (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ [[τρύβλιον]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> слизывать (τὸν [[ῥύπον]] τινός Luc.).
|elrutext='''περιλείχω:''' <b class="num">1)</b> облизывать (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ [[τρύβλιον]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> слизывать (τὸν [[ῥύπον]] τινός Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=περι-λείχω aflikken.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλείχω Medium diacritics: περιλείχω Low diacritics: περιλείχω Capitals: ΠΕΡΙΛΕΙΧΩ
Transliteration A: perileíchō Transliteration B: perileichō Transliteration C: perileicho Beta Code: perilei/xw

English (LSJ)

   A lick all round, τὰ βλέφαρα Ar.Pl.736; Σοφοκλέους . . τὸ στόμα Id.Fr.581 ; of a parasite, πολλῶν . . λοπάδων τοὺς ἄμβωνας -λείξας having licked them clean, Eup.52 ; τὸ τρύβλιον Luc.Gall.14.    II lick off, τι Arist.HA605a4; τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Luc.Icar.30.

German (Pape)

[Seite 582] umlecken; τὰ βλέφαρα περιέλειχον, Ar. Plut. 736; τὸ στόμα τινός, vom Küssen, Philostr.; ablecken ringsum, ὅπως περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον, Luc. Icarom. 30.

Greek (Liddell-Scott)

περιλείχω: λείχω ὁλόγυρα, τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 736· Σοφοκλέους.. τὸ στόμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231· ἐπὶ παρασίτου, πολλῶν .. λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας, «ἀφ’ οὗ ἔγλειψε καλὰ καλὰ», Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 1· τὸ τρύβλιον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14. ΙΙ. λείχω τι πανταχόθεν, λείχων ἀφαιρῶ, «τὸ δὲ ἱππομανὲς καλούμενον ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῖς πόλοις, αἱ δ’ ἵπποι περιλείχουσαι καὶ καθαίρουσαι ἀποτρώγουσιν αὐτὸ» Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 9· τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Λουκ. Ἰκαρομέν. 50.

French (Bailly abrégé)

1 lécher tout autour, acc.;
2 ôter ou nettoyer en léchant, acc..
Étymologie: περί, λείχω.

Greek Monolingual

ΝΑ
γλείφω κάτι από παντού, γλείφω ολόγυρα
αρχ.
1. γλείφω καλά, γλείφω εντελώς
2. τρώω κάτι γλείφοντάς το.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λείχω «γλείφω»].

Greek Monotonic

περιλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περιλείχω: 1) облизывать (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ τρύβλιον Luc.);
2) слизывать (τὸν ῥύπον τινός Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-λείχω aflikken.