σπλήν: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπλήν:''' ὁ, γεν. <i>σπληνός</i>, [[σπλήνα]], [[αδένας]] πάνω απ' το [[νεφρό]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''σπλήν:''' ὁ, γεν. <i>σπληνός</i>, [[σπλήνα]], [[αδένας]] πάνω απ' το [[νεφρό]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπλήν σπληνός, ὁ [~ σπλάγχνον] milt:. πρὶν τὸν σπληνὰ κομιδῇ μ ’ ἐκβαλεῖν voordat ik mijn milt er helemaal uitgooi Aristoph. Th. 3. geneesk. aandoening van de milt. Hp. Aph. 3.22. kompres, drukverband. Hp. Off. 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, gen. σπληνός:—
A milt, spleen, Hdt.2.47, Hp.VM22, Ar. Fr.506.4, Antiph.222.8; τὸν σ. ἐκβαλεῖν, of one dying with anxiety, Ar.Th.3. 2 pl. σπλῆνες, affections of the spleen, Hp.Aph.3.22. 3 αἰγὸς σ., = μολόχη, mallow, Ps.-Dsc.2.118. II = σπληνίον 1, Hp.Off.12. (Prob. cogn. with σπλάγχνον and with Skt. plīhán-, Lat. lien, Slav. slèzena, Lith. blužnìs.)
German (Pape)
[Seite 922] ὁ, gen. σπληνός, die Milz; Her. 2, 47; πρὶν τὸν σπλῆνα κομιδῇ μ' ἐκβαλεῖν, Ar. Thesm. 3; Plat. Tim. 72 c im plur., Milzsucht. – Auch ein Verband, wie σπλήνιον.
Greek (Liddell-Scott)
σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός· - ἡ «σπλήνα», Ἡρόδ. 2. 47, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1. 8· τὸν σπλῆνα ἐκβάλλειν, ἐπὶ τοῦ ἐκ τῆς μερίμνης καὶ στενοχωρίας ἀποθνήσκοντος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 3. 2) πληθ. σπλῆνες, πάθη, ἀσθένεια τοῦ σπληνός, Ἱππ. Ἀφ. 1248. 3. 3) αἰγὸς σπλήν, ὄνομα τῆς μαλάχης, Διοσκ. 2. 144. ΙΙ. = σπληνίον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745. (Συγγενὲς πρὸς τὸ σπλάγχνον· πρβλ. Σανσκ. plihan· Λατιν. lien· Σλαυ. slezena· Λιθ. bluznis).
French (Bailly abrégé)
σπληνός (ὁ) :
rate.
Étymologie: DELG étym. difficile dans le détail, apparenté à σπλάγχνον.
Greek Monolingual
-ηνός, ὁ, ΜΑ
βλ. σπλήνα.
Greek Monotonic
σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός, σπλήνα, αδένας πάνω απ' το νεφρό, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπλήν σπληνός, ὁ [~ σπλάγχνον] milt:. πρὶν τὸν σπληνὰ κομιδῇ μ ’ ἐκβαλεῖν voordat ik mijn milt er helemaal uitgooi Aristoph. Th. 3. geneesk. aandoening van de milt. Hp. Aph. 3.22. kompres, drukverband. Hp. Off. 12.