συνδιάγω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-άξω</i>, περνώ την ώρα μου μαζί με ή [[διέρχομαι]] από κοινού· απόλ. (ενν. <i>τὸν βίον</i>), [[συζώ]], ζω μαζί με, [[συμβιώνω]], σε Αριστ.
|lsmtext='''συνδιάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-άξω</i>, περνώ την ώρα μου μαζί με ή [[διέρχομαι]] από κοινού· απόλ. (ενν. <i>τὸν βίον</i>), [[συζώ]], ζω μαζί με, [[συμβιώνω]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διάγω samen (met...) zijn leven doorbrengen; met dat., met μετά + gen. met iem.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιάγω Medium diacritics: συνδιάγω Low diacritics: συνδιάγω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΓΩ
Transliteration A: syndiágō Transliteration B: syndiagō Transliteration C: syndiago Beta Code: sundia/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A go through together, τὴν ἡμέραν Hsch.: abs. (sc. τὸν βίον), live together, Arist.Rh.1381a30; σ. τινί Id.EN1166a7, Dsc. Prooem.4; μετ' ἀλλήλων Arist.EN1157b22; ἐπιθυμίαις ἀνόμοις σ. Plu.2.993c.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. ἄγω), mit od. zugleich durchführen; – sc. τὸν βίον, scheinbar intrans., zusammen leben, Arist. neben συνδιημερεύω, rhet. 2, 4; Plut. Alcib. 37, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιάγω: [ᾰ], διάγω ὁμοῦ, διέρχομαι ὁμοῦ, «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος αὐτόθι 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.

French (Bailly abrégé)

s.e. τὸν βίον;
passer sa vie avec ; fig. σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.
Étymologie: σύν, διάγω.

Greek Monolingual

Α διάγω
1. περνώ την ημέρα μου μαζί με άλλον
2. περνώ τη ζωή μου με κάποιον.

Greek Monolingual

Α διάγω
1. περνώ την ημέρα μου μαζί με άλλον
2. περνώ τη ζωή μου με κάποιον.

Greek Monotonic

συνδιάγω: [ᾰ], μέλ. -άξω, περνώ την ώρα μου μαζί με ή διέρχομαι από κοινού· απόλ. (ενν. τὸν βίον), συζώ, ζω μαζί με, συμβιώνω, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διάγω samen (met...) zijn leven doorbrengen; met dat., met μετά + gen. met iem.