Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προαγωνιστής: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον [[άλλο]], [[πρόμαχος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προᾰγωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον [[άλλο]], [[πρόμαχος]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] voorvechter.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωνιστής Medium diacritics: προαγωνιστής Low diacritics: προαγωνιστής Capitals: ΠΡΟΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: proagōnistḗs Transliteration B: proagōnistēs Transliteration C: proagonistis Beta Code: proagwnisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who fights for another, champion, Str. 16.4.25, Ph.2.312,542, Luc.Salt.14, Jul.Or.2.87a; π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34.

German (Pape)

[Seite 705] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προαγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπὲρ ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, πρόμαχος, Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui combat avant, devant.
Étymologie: προαγωνίζομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προαγωνίζομαι
αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ.
β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.)
νεοελλ.
αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει μέρος σε έναν αγώνα.

Greek Monotonic

προᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] voorvechter.