προγαμέω: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_20) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προγᾰμέω''': συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου [[μετὰ]] τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ [[δωμάτιον]] τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, [[ὑπανδρεύομαι]] πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68. | |lstext='''προγᾰμέω''': συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου [[μετὰ]] τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ [[δωμάτιον]] τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, [[ὑπανδρεύομαι]] πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-γαμέω eerder trouwen. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A live with a woman before marriage, Str.6.1.8:—Pass., of a woman, to be married before, τινι App.Syr.68. II marry first or before, Ph.2.304, Plu.Alex.70. 2 live in wedlock before or already, BGU183.6 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 713] (s. γαμέω), vorher heirathen, beschlafen; Strab. 6, 1, 8; Schol. Od. 11, 325.
Greek (Liddell-Scott)
προγᾰμέω: συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου μετὰ τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, ὑπανδρεύομαι πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-γαμέω eerder trouwen.