καύχη: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καύχη:''' ἡ, = το επόμ., σε Πίνδ. | |lsmtext='''καύχη:''' ἡ, = το επόμ., σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καύχη -ης, ἡ [~ καυχάομαι] Dor. gen. -ας, lofprijzing. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, = sq., ἐπέων καύχας, of heroic verse, Pi.N.9.7 (nisi leg. καυχᾶσς', i.e. καυχάεσσα, Dor.fem.of καυχήεις).
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, das Prahlen, die Prahlerei, Pind. N. 9, 7, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
καύχη: ἡ, = τῷ ἑπομ., καῦχαι ἐπέων, ἐπὶ τῆς ἡρωϊκῆς ποιήσεως, Πινδ. Ν. 9. 15.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
jactance.
Étymologie: καυχάομαι.
Greek Monolingual
καύχη, ἡ (Α) καυχώμαι
καύχηση, καύχημα, το να επαινεί κανείς τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῑς ἀοιδά πρόσφορος» — για την ηρωική ποίηση, Πίνδ.).
Greek Monotonic
καύχη: ἡ, = το επόμ., σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καύχη -ης, ἡ [~ καυχάομαι] Dor. gen. -ας, lofprijzing.