σχισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχισμός:''' ὁ, [[ενέργεια]], [[πράξη]] σχισίματος, [[σκίσιμο]], κόμιψο, [[τομή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σχισμός:''' ὁ, [[ενέργεια]], [[πράξη]] σχισίματος, [[σκίσιμο]], κόμιψο, [[τομή]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχισμός Medium diacritics: σχισμός Low diacritics: σχισμός Capitals: ΣΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: schismós Transliteration B: schismos Transliteration C: schismos Beta Code: sxismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A cleaving, A.Ag.1149, Placit.3.3.3.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχισμός: ὁ, σχίσις, σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de fendre, de déchirer.
Étymologie: σχίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες
αρχ.
σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

σχισμός: ὁ, ενέργεια, πράξη σχισίματος, σκίσιμο, κόμιψο, τομή, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149.