κοίλωσις: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(21)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοίλωσις]], ἡ (Α) [[κοιλώ]]<br />η [[ενέργεια]] του [[κοιλώ]], η [[κοίλανση]], το [[κοίλωμα]].
|mltxt=[[κοίλωσις]], ἡ (Α) [[κοιλώ]]<br />η [[ενέργεια]] του [[κοιλώ]], η [[κοίλανση]], το [[κοίλωμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοίλωσις -εως, ἡ [κοιλόω] holte.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίλωσις Medium diacritics: κοίλωσις Low diacritics: κοίλωσις Capitals: ΚΟΙΛΩΣΙΣ
Transliteration A: koílōsis Transliteration B: koilōsis Transliteration C: koilosis Beta Code: koi/lwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A cavity, Hp.Carn.15, Sor.1.82; hollowing out, of flutes, Nicom.Harm.4,10 (pl., κοιλιώς- codd.).

German (Pape)

[Seite 1467] ἡ, richtigere Lesart für κοιλίωσις Nicom. Harm. p. 172.

Greek (Liddell-Scott)

κοίλωσις: -εως, ἡ, κοίλωμα, ἡ κοιλία, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 172. ἐσφαλμένως κοιλίωσις ἐν Νικομ. Ἁρμον. σ. 19.

Greek Monolingual

κοίλωσις, ἡ (Α) κοιλώ
η ενέργεια του κοιλώ, η κοίλανση, το κοίλωμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοίλωσις -εως, ἡ [κοιλόω] holte.