παιγνία: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παιγνία:''' ἡ, Ιων. -ίη, ἡ ([[παίζω]]), [[παιχνίδι]], [[διασκέδαση]], [[παιδιά]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''παιγνία:''' ἡ, Ιων. -ίη, ἡ ([[παίζω]]), [[παιχνίδι]], [[διασκέδαση]], [[παιδιά]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παιγνία -ας, ἡ, Ion. παιγνίη [παίζω] spelletje. feest. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A play, sport, game, Hdt.1.94, 2.173, LXX Jd.16.27, Phld.Rh.2.50 S. II = ἑορτή, Ar.Lys.700.
German (Pape)
[Seite 438] ἡ, Spiel, Scherz, Spott, Her. 1, 94. 2, 173 u. Sp. – Auch = Fest, τῇ 'κάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν, Ar. Lys. 700.
Greek (Liddell-Scott)
παιγνία: Ἰων. -ίη, ἡ, παιδιά, παιγνίδιον, Ἡρόδ. 1, 94., 2. 173· πρβλ. παιδιά. ΙΙ. = ἑορτή, Ἀριστοφ. Λυσ. 700, Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 55.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jeu, amusement.
Étymologie: παίζω.
Greek Monolingual
παιγνία, ιων. τ. παιγνίη, ἡ (Α) παίγνιον
1. το παιχνίδι, η παιδιά
2. η εορτή («ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν... τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ' ἐκ τῶν γειτόνων», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
παιγνία: ἡ, Ιων. -ίη, ἡ (παίζω), παιχνίδι, διασκέδαση, παιδιά, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιγνία -ας, ἡ, Ion. παιγνίη [παίζω] spelletje. feest.