πορεῖον: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(33) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δωρ. και αιολ. τ. [[πορήϊον]], τὸ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> το χρηματικό [[ποσό]] που πληρώνει [[κανείς]] για να ταξιδεύσει με [[πλοίο]], τα [[ναύλα]]<br /><b>3.</b> [[φορτίο]]. | |mltxt=δωρ. και αιολ. τ. [[πορήϊον]], τὸ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> το χρηματικό [[ποσό]] που πληρώνει [[κανείς]] για να ταξιδεύσει με [[πλοίο]], τα [[ναύλα]]<br /><b>3.</b> [[φορτίο]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πορεῖον -ου, τό [πορεύω] voertuig. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A means of conveyance, carriage, GDI5043 (Crete), Pl.Lg. 678c, v.l.in Id.Ti.44e; π. ὑπότροχα trolleys for conveying ships by land, Plb.8.34.11, cf. SIG 581.23 (Hierapytna, ii B.C.); τὸ σκῆπτρον Ἑρμοῦ προκαθηγέτου ἐστὶ π., τούτῳ γὰρ κατάγει φυχάς BSA16.107 (Attalia):—Dor. and Aeol. πορήϊον GDI5040.29 (Crete), Milet.3 No.152.13(Methymna, ii B.C.). II load, PPetr.2p.128 (iii B.C.), etc.; written πορῆον, PTeb.195 (i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 682] τό, Hülfsmittel den Weg zu bahnen, od. Maschine, Etwas von der Stelle zu bringen; Plat. Legg. III, 678 c; Pol. 8, 36, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πορεῖον: τό, (πορεύω) μέσον μεταφορᾶς ἢ μεταβάσεως, ὄχημα, Λατ. vehiculum, Πλάτ. Νόμ. 678D, Τίμ. 44Ε, Πολυβ. κτλ.· πρβλ. πορήιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ressources pour un voyage ou moyen de transport (char, vaisseau, etc.).
Étymologie: πορεύω.
Greek Monolingual
δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α πορεύω
1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.)
2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα
3. φορτίο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορεῖον -ου, τό [πορεύω] voertuig.