ἀντικατατείνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικατατείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] ή [[θέτω]] [[κατευθείαν]] σε [[αντιπαραβολή]], <i>τιπαρά τι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀντικατατείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] ή [[θέτω]] [[κατευθείαν]] σε [[αντιπαραβολή]], <i>τιπαρά τι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικατατείνω:''' досл. тянуть в противоположную сторону, перен. решительно возражать Plut.: ἀντικατατείναντες λέγομεν [[αὐτῷ]] Plat. мы выступаем с возражением ему.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικατατείνω Medium diacritics: ἀντικατατείνω Low diacritics: αντικατατείνω Capitals: ΑΝΤΙΚΑΤΑΤΕΙΝΩ
Transliteration A: antikatateínō Transliteration B: antikatateinō Transliteration C: antikatateino Beta Code: a)ntikatatei/nw

English (LSJ)

   A make counter-extension, Hp.Fract. 14, Art.3.    II metaph., ἂν ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον if we speak setting speech directly in contrast with speech against him, Pl.R.348a, cf. Plu.2.669e.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen anspannen, sich anstrengen, -τείναντες λέγωμεν, mit Nachdruck dagegen sprechen, Plat. Rep. I, 348 a; ohne λέγειν Plut. Symp. 4, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατατείνω: ἐκτείνω ἕλκων ἐπὶ τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761, π. Ἄρθρ. 781: μεταφ., διισχυρίζομαι, διατείνομαι ἐναντίον τινὸς, ἂν ... ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον Πλάτ. Πολ. 348Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 669F.

French (Bailly abrégé)

tendre avec force contre.
Étymologie: ἀντί, κατατείνω.

Spanish (DGE)

1 tirar en dirección contraria de ἐκείνους (ἱμάντας) Hp.Fract.14, cf. Art.3.
2 extender en oposición λόγον παρὰ λόγον Pl.R.348a, τὸν ἕτερον λόγον extenderse por su parte en un segundo discurso Plu.2.669e.

Greek Monolingual

ἀντικατατείνω (Α)
1. εκτείνω, τεντώνω κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα
2. αντιπαραθέτω επιχειρήματα.

Greek Monotonic

ἀντικατατείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω ή θέτω κατευθείαν σε αντιπαραβολή, τιπαρά τι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικατατείνω: досл. тянуть в противоположную сторону, перен. решительно возражать Plut.: ἀντικατατείναντες λέγομεν αὐτῷ Plat. мы выступаем с возражением ему.