περίπτωμα: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίπτωμα:''' -ατος, τό, [[συμφορά]], [[δυστυχία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''περίπτωμα:''' -ατος, τό, [[συμφορά]], [[δυστυχία]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=περίπτωμα -ατος, τό [περιπίπτω] ongelukkige gebeurtenis.
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτωμα Medium diacritics: περίπτωμα Low diacritics: περίπτωμα Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΜΑ
Transliteration A: períptōma Transliteration B: periptōma Transliteration C: periptoma Beta Code: peri/ptwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A accidental happening : hence,    1 calamity, Pl.Prt.345b.    2 lucky chance, LXX Ru.2.3.

German (Pape)

[Seite 589] τό, Unfall, Zufall, Plat. Prot. 345 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτωμα: τό, συμφορά, δυστύχημα, Πλάτ. Πρωτ. 345Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conjoncture, particul. accident, malheur.
Étymologie: περιπίπτω.

Greek Monolingual

τὸ, Α περιπίπτω
1. τυχαίο συμβάν
2. δυστύχημα, συμφορά
3. ευτυχής σύμπτωση, συγκυρία, καλή τύχη.

Greek Monotonic

περίπτωμα: -ατος, τό, συμφορά, δυστυχία, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτωμα -ατος, τό [περιπίπτω] ongelukkige gebeurtenis.