κατάπλασις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(6_8) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάπλασις''': -εως, ἡ, τὸ καταπλάσσειν, ἐπιχρίειν ἢ ἐπιτιθέναι [[κατάπλασμα]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 904. | |lstext='''κατάπλασις''': -εως, ἡ, τὸ καταπλάσσειν, ἐπιχρίειν ἢ ἐπιτιθέναι [[κατάπλασμα]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 904. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάπλασις -εως, ἡ [καταπλάττω] geneesk. het aanbrengen van een papomslag. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A plastering or poulticing, Hp.VC13, cj. in Sor.1.73.
German (Pape)
[Seite 1370] ἡ, das Aufstreichen, Beschmieren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλασις: -εως, ἡ, τὸ καταπλάσσειν, ἐπιχρίειν ἢ ἐπιτιθέναι κατάπλασμα, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 904.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπλασις -εως, ἡ [καταπλάττω] geneesk. het aanbrengen van een papomslag.