στυγνόω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στυγνόω:''' [[στενοχωρώ]], λυπώ κάποιον — Παθ., είμαι στενοχωρημένος, [[σκυθρωπός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''στυγνόω:''' [[στενοχωρώ]], λυπώ κάποιον — Παθ., είμαι στενοχωρημένος, [[σκυθρωπός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στυγνόω:''' омрачать, печалить: ἐστυγνωμένος Anth. мрачный, печальный. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 31 December 2018
English (LSJ)
v. sq. (dub. sens.):—Pass.,
A to be gloomy, κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ ὄμμα AP9.573 (Ammian.).
German (Pape)
[Seite 958] betrübt od. traurig machen, u. pass. betrübt, traurig werden, sein, κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, Ammian. 25 (IX. 573).
Greek (Liddell-Scott)
στυγνόω: καθιστῶ τινα στυγνόν, κατηφῆ, περίλυπον, ἐν τῷ παθ.: κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, κατηφεῖ, περιλύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 573.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
attrister.
Étymologie: στυγνός.
Greek Monotonic
στυγνόω: στενοχωρώ, λυπώ κάποιον — Παθ., είμαι στενοχωρημένος, σκυθρωπός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στυγνόω: омрачать, печалить: ἐστυγνωμένος Anth. мрачный, печальный.