ὄλπη: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄλπη:''' ἡ, [[δερμάτινος]] [[ασκός]] για [[λάδι]], σε Θεόκρ., Ανθ. | |lsmtext='''ὄλπη:''' ἡ, [[δερμάτινος]] [[ασκός]] για [[λάδι]], σε Θεόκρ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄλπη:''' дор. [[ὄλπα]] ἡ (= [[λήκυθος]]) кожаный пузырек для масла Theocr., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A leathern oil-flask, esp. used in the wrestling-school, Theoc. 2.156, Nic.Th.97 ; Corinth . . Byz., and Cypr. word, acc. to Clitarch. ap.Ath.11.495c ; λιθάργυρος ὄ. Achae.19 ; a Cynic's flask, AP6.293 (Leon.), 7.68 (Arch.). 2 = πρόχοος, Ion Trag.10 (Thess. in this sense acc. to Clitarch. l.c.).
German (Pape)
[Seite 328] ἡ, eine lederne Oelflasche, λήκυθος, bes. zum Gebrauch in der Palästra, Theocr. 2, 156; Nic. Ther. 97. Von der Flasche des Diogenes, Archi. 34 (VII, 68); ῥυπόεσσα, Leon. Tar. 10 (VI, 293); vgl. Ath. XI, 445 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλπη: ἡ, ἀγγεῖον ἐλαιοδόχον ἐκ βύρσης, δερματίνη λήκυθος, κυρίως ἐν χρήσει ἐν τῇ παλαίστρᾳ, «τὴν δὲ ὄλπην Κλείταρχος Κορινθίους μέν φησι καὶ Βυζαντίους καὶ Κυπρίους τὴν λήκυθον ἀποδιδόναι» Ἀθήν. 495C, Θεόκρ. 2. 156, Νικ. Θηρ. 97· λιθάργυρος ὄλπη Ἀχαιὸς αὐτόθι 451C· ἐπὶ τῆς λαγήνου τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 6. 193., 7. 68. 2) = πρόχοος, Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 495C· - πρβλ. ὄλπις.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
flacon à huile, en cuir.
Étymologie: DELG ἔλπος, vieux mot pour « huile, graisse ».
Greek Monotonic
ὄλπη: ἡ, δερμάτινος ασκός για λάδι, σε Θεόκρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὄλπη: дор. ὄλπα ἡ (= λήκυθος) кожаный пузырек для масла Theocr., Anth.