αἱμοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμοβᾰφής:''' -ές ([[βάπτω]]), αυτός που είναι βαπτισμένος σε [[αίμα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''αἱμοβᾰφής:''' -ές ([[βάπτω]]), αυτός που είναι βαπτισμένος σε [[αίμα]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμοβᾰφής:''' облитый кровью, окровавленный (σφάγια Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 31 December 2018
English (LSJ)
-ές,
A bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn.D.2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint de sang, sanglant.
Étymologie: αἷμα, βάπτω.
Spanish (DGE)
(αἱμοβᾰφής) -ές
teñido de sangre σφάγια S.Ai.219, τελαμῶνες Sor.18.36, αὐχήν Nonn.D.2.52
•neutr. subst. Eust.1895.34.
Greek Monotonic
αἱμοβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που είναι βαπτισμένος σε αίμα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμοβᾰφής: облитый кровью, окровавленный (σφάγια Soph.).