ἱεροσυλία: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱεροσῡλία:''' ἡ, [[βεβήλωση]] ιερού, [[σύληση]] ναού, [[ιεροσυλία]], σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''ἱεροσῡλία:''' ἡ, [[βεβήλωση]] ιερού, [[σύληση]] ναού, [[ιεροσυλία]], σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱεροσῡλία:''' ἡ ограбление храма, кража священной утвари Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροσῡλία Medium diacritics: ἱεροσυλία Low diacritics: ιεροσυλία Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ
Transliteration A: hierosylía Transliteration B: hierosylia Transliteration C: ierosylia Beta Code: i(erosuli/a

English (LSJ)

ἡ,= foreg., X.Ap.25, SIG1017.18 (Sinope, iii B.C.), etc.: pl., Pl.R.443a.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσῡλία: ἡ, = τῷ προηγ., Ξεν. Ἀπολ. 25, Πλάτ. Πολ. 443Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pillage d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερόσυλος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱεροσυλία) ιερόσυλος
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.

Greek Monotonic

ἱεροσῡλία: ἡ, βεβήλωση ιερού, σύληση ναού, ιεροσυλία, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροσῡλία: ἡ ограбление храма, кража священной утвари Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.