ἕσσα: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕσσα:''' αόρ. αʹ του <i>ἔννυμι</i>· απαρ. [[ἕσσαι]]· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.
|lsmtext='''ἕσσα:''' αόρ. αʹ του <i>ἔννυμι</i>· απαρ. [[ἕσσαι]]· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕσσα:''' эп. aor. 1 к [[ἕννυμι]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕσσα Medium diacritics: ἕσσα Low diacritics: έσσα Capitals: ΕΣΣΑ
Transliteration A: héssa Transliteration B: hessa Transliteration C: essa Beta Code: e(/ssa

English (LSJ)

Ep.aor. 1 Act. of ἕννυμι, inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος.    II ἕσσαι,=ἕσαι, aor. 1. inf. of ἵζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἕσσα: ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ ἕννυμι, Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· ἀλλά, ΙΙ. ἕσσαι εἶναι ὡσαύτως ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο αὐτόθι 364. Κατὰ τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.

French (Bailly abrégé)

ao. de ἕννυμι.

English (Autenrieth)

see ἕννῦμι.

Greek Monotonic

ἕσσα: αόρ. αʹ του ἔννυμι· απαρ. ἕσσαι· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἕσσα: эп. aor. 1 к ἕννυμι.