πυρέσσω: Difference between revisions

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠρέσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπύρεξα</i>, παρακ. <i>πεπύρεχα</i> ([[πυρετός]])· είμαι [[άρρωστος]] με πυρετό, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''πῠρέσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπύρεξα</i>, παρακ. <i>πεπύρεχα</i> ([[πυρετός]])· είμαι [[άρρωστος]] με πυρετό, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρέσσω:''' атт. [[πυρέττω|πῠρέττω]] (pf. πεπύρεχα) быть в жару, лихорадить Eur., Arph., Aeschin., Arst. etc.
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρέσσω Medium diacritics: πυρέσσω Low diacritics: πυρέσσω Capitals: ΠΥΡΕΣΣΩ
Transliteration A: pyréssō Transliteration B: pyressō Transliteration C: pyresso Beta Code: pure/ssw

English (LSJ)

E.Cyc.228; Att. πυρέττω Ar.V.813, Pl.Tht.178c: fut.

   A πυρέξω Hp.Mul.1.2: aor. ἐπύρεξα Id.Prog.16, Epid.3.17.ά, 4.26, al., Arist.Ph.228a28: pf. πεπύρεχα Id.Pr.901b10, M.Ant.8.15:—Pass., pf. πεπύρεγμαι Gal.4.447: (πυρετός):—to be feverish, fall ill of a fever, Hp.Aph.2.28, E. l.c., Ar.V.813, Aeschin.3.115, Artem.4.30, Sallust.9.

German (Pape)

[Seite 821] att. -ττω, fiebern; Eur. Cycl. 227; Ar. Vesp. 813; Plat. Phil. 45 b; Folgde; aor. ἐπύρεξα u. ἐπύρεσα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πυρέσσω: Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ τύπος ἐπύρεσα αὐτόθι 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· (πυρετός). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43.

French (Bailly abrégé)

f. πυρέξω, ao. ἐπύρεξα, pf. πεπύρεχα, pf. Pass. πεπύρεγμαι;
avoir la fièvre.
Étymologie: πυρετός.

English (Strong)

from πυρά; to be on fire, i.e. (specially), to have a fever: be sick of a fever.

English (Thayer)

(πῦρ); (Vulg., Celsus, Senec., others febricito); to be sick with a fever: Euripides, Aristophanes, Plutarch, Lucian, Galen, others.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. πυρέττω Α πυρετός
έχω πυρετό.

Greek Monotonic

πῠρέσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἐπύρεξα, παρακ. πεπύρεχα (πυρετός)· είμαι άρρωστος με πυρετό, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρέσσω: атт. πῠρέττω (pf. πεπύρεχα) быть в жару, лихорадить Eur., Arph., Aeschin., Arst. etc.