διαχόω: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχόω:''' αρχ. [[τύπος]] του [[διαχώννυμι]], διαχοῦν τὸ [[χῶμα]], ολοκληρώνουν το [[ανάχωμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διαχόω:''' αρχ. [[τύπος]] του [[διαχώννυμι]], διαχοῦν τὸ [[χῶμα]], ολοκληρώνουν το [[ανάχωμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχόω:''' насыпать, проводить, строить ([[χῶμα]] ἐς Σαλαμῖνα Her.).
}}
}}

Revision as of 12:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχόω Medium diacritics: διαχόω Low diacritics: διαχόω Capitals: ΔΙΑΧΟΩ
Transliteration A: diachóō Transliteration B: diachoō Transliteration C: diachoo Beta Code: diaxo/w

English (LSJ)

   A bank up: διαχοῦν τὸ χῶμα complete the mound, Hdt.8.97.    2 block with a mole, πορθμόν Str.9.1.13, cf. 7.4.7.

German (Pape)

[Seite 613] einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διαχόω: παλαιὸς τύπος ἀντὶ τοῦ διαχώννυμι (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ χῶμα, συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος ἀποχωρίζω ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
inf. prés. διαχοῦν;
construire une jetée.
Étymologie: διά, χόω.

Spanish (DGE)

1 represar, obstruir con un dique τὸ στόμα τοῦ κόλπου Str.7.4.7, (πορθμόν) Str.9.1.13, las brechas abiertas en los diques PCair.Zen.788.1 (III a.C.).
2 construir, excavar de parte a parte χῶμα una escollera Hdt.8.97
hacer un dique transversal (cf. διάχωμα 1) en un canal de irrigación PRyl.561.7 (III a.C.).

Greek Monotonic

διαχόω: αρχ. τύπος του διαχώννυμι, διαχοῦν τὸ χῶμα, ολοκληρώνουν το ανάχωμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαχόω: насыпать, проводить, строить (χῶμα ἐς Σαλαμῖνα Her.).