ὑπόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόχαλκος:''' -ον, αυτός που περιέχει [[μείγμα]] χαλκού, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπόχαλκος:''' -ον, αυτός που περιέχει [[μείγμα]] χαλκού, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόχαλκος:''' <b class="num">1)</b> снизу или внутри медный Plat.;<br /><b class="num">2)</b> поддельный, притворный, мнимый ([[φίλος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχαλκος Medium diacritics: ὑπόχαλκος Low diacritics: υπόχαλκος Capitals: ΥΠΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: hypóchalkos Transliteration B: hypochalkos Transliteration C: ypochalkos Beta Code: u(po/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A containing a mixture of copper, Pl.R.415b; κανοῦν χρυσοῦν ὑπόχαλκον bronze gilt, IG22.1407.21; ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον Com.Adesp. (?) ap.Suid. s.v. ὑπόχαλκον: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. ὑπάργυρος, etc.    2 sounding like copper, ὑ. ἠχὼ φέρειν Philostr.VA3.8.    3 of a copper colour, ζῷον ὑπόχαλκον τὴν μορφήν (sc. the οἶστρος or μύωψ) Sch.Od.22.299.

German (Pape)

[Seite 1239] unten von Kupfer, Plat. Rep. III, 415 b; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unächt, verfälscht, Plut. ed. lib. 2, mit κίβδηλος verbunden.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχαλκος: -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑποσίδηρος, ὑπόχρυσος. 2) ὁ ἠχῶν ὡς χαλκός, ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων χρῶμα χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme du cuivre ; fig. falsifié, faux, trompeur.
Étymologie: ὑπό, χαλκός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό
2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος
3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπί-χαλκος)].

Greek Monotonic

ὑπόχαλκος: -ον, αυτός που περιέχει μείγμα χαλκού, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχαλκος: 1) снизу или внутри медный Plat.;
2) поддельный, притворный, мнимый (φίλος Plut.).