ἱερόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱερόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει με [[προφητικά]] [[λόγια]], [[προφητικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἱερόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει με [[προφητικά]] [[λόγια]], [[προφητικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱερόγλωσσος:''' обладающий пророческой речью, вещий (Κλυτίδαι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of prophetic tongue, Epigr. ap. Paus.6.17.6: -γλωσσον, τό, sacred formula, PMag.Berol.2.69.
German (Pape)
[Seite 1241] mit heiliger Zunge, von Wahrsagern, Κλυτίδαι Ep. ad. (App. 371) aus Paus. 6, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόγλωσσος: -ον, ἔχων προφητικὴν γλῶσσαν, Ἀνθολ. Παλ. παράρτ. 371.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix sainte ou prophétique.
Étymologie: ἱερός, γλῶσσα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].
Greek Monotonic
ἱερόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει με προφητικά λόγια, προφητικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἱερόγλωσσος: обладающий пророческой речью, вещий (Κλυτίδαι Anth.).