ἐξορούω: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξορούω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξεπηδώ]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἐξορούω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξεπηδώ]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξορούω:''' <b class="num">1)</b> вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выскакивать, выпадать ([[Πάριος]] ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.
French (Bailly abrégé)
s’élancer.
Étymologie: ἐξ, ὀρούω.
Greek Monolingual
ἐξορούω (Α)
πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].
Greek Monotonic
ἐξορούω: μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορούω: 1) вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);
2) выскакивать, выпадать (Πάριος ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Hom.).