δραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δραίνω:''' κατά [[πολύ]] όμοιο με το [[δρασείω]], είμαι [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δραίνω:''' κατά [[πολύ]] όμοιο με το [[δρασείω]], είμαι [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δραίνω:''' [desiderat. к [[δράω]] собираться (с)делать (τι Hom.).
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραίνω Medium diacritics: δραίνω Low diacritics: δραίνω Capitals: ΔΡΑΙΝΩ
Transliteration A: draínō Transliteration B: drainō Transliteration C: draino Beta Code: drai/nw

English (LSJ)

   A to be ready to do, Il.10.96.    II have strength, δ. μυἶ ὅσον Herod.1.15, cf. 2.95.

German (Pape)

[Seite 664] entst. aus δρανἰω, thun wollen, Homer einmal, Iliad. 10, 96, vgl. Apoll. Lex. Hom p. 60, 17.

Greek (Liddell-Scott)

δραίνω: κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ δρασείω, εἶμαι ἔτοιμος, πρόθυμος νὰ πράξω, Ἰλ. Κ. 96.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
vouloir faire une chose.
Étymologie: δράω.

English (Autenrieth)

(δράω): wish to act or do anything, Il. 10.96†.

Spanish (DGE)

1 estar dispuesto a hacer εἴ τι δραίνεις Il.10.96.
2 tener fuerza ἐγὼ δὲ δραίνω μυῖ' ὄσον tengo tanta fuerza como una mosca Herod.1.15, νῦν δείξετ' ἠ Κῶς κὠ Μέροψ κόσον δραίνει Herod.2.95.

• Etimología: Cf. 1 δράω.

Greek Monolingual

δραίνω (Α)
1. είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι
2. έχω δύναμη, ισχύ.

Greek Monotonic

δραίνω: κατά πολύ όμοιο με το δρασείω, είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δραίνω: [desiderat. к δράω собираться (с)делать (τι Hom.).