ῥευμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥευμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[ῥεῦμα]], [[ποταμάκι]], [[ρυάκι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ῥευμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[ῥεῦμα]], [[ποταμάκι]], [[ρυάκι]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥευμάτιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[ῥεῦμα]] поток, ручей Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευμᾰτιον Medium diacritics: ῥευμάτιον Low diacritics: ρευμάτιον Capitals: ΡΕΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: rheumátion Transliteration B: rheumation Transliteration C: revmation Beta Code: r(euma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A ῥεῦμα 111, Arist. Pr.901a3.    2 rivulet, Plu.Thes.27.

German (Pape)

[Seite 838] τό, dim. von ῥεῦμα, Flüßchen, Plut. Thes. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ῥευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥεῦμα, παταμίσκος, ῥυάκιον, Ἀριστ. Προβλ. 11, 18, Πλουτ. Θησ. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit cours d’eau, ruisseau.
Étymologie: dim. de ῥεῦμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α [[ῥεῡμα, -ατος]]
1. καταρροή ελαφράς μορφής
2. μικρό ρεύμα, ρυάκι («ταφῆναι παρὰ τὸ ῥευμάτιον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ῥευμάτιον: τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥευμάτιον: (ᾰ) τό [demin. к ῥεῦμα поток, ручей Arst., Plut.