συνείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6)
(4)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του [[σύμφημι]].
|lsmtext='''συνείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του [[σύμφημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνείρηκα:''' pf. к [[συναγορεύω]] и к [[σύμφημι]].
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1011] perf. zu σύμφημι, συνερῶ, συνεῖπον.

French (Bailly abrégé)

v. συναγορεύω.

Greek Monotonic

συνείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι.

Russian (Dvoretsky)

συνείρηκα: pf. к συναγορεύω и к σύμφημι.