συνεξέρχομαι: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεξέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εξῆλθον</i>, αποθ., [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] έξω μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''συνεξέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εξῆλθον</i>, αποθ., [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] έξω μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εξέρχομαι mede naar buiten gaan of komen, samen (met...) eropuit gaan; met dat. met iem. of iets. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A go or come out with, c. dat., Hdt.5.74, E.Hec.1012, Th.8.61, X.HG3.4.2. 2 of things, Hp.Nat.Hom. 14, Arist.HA587a17, GA783a36, Gal.18(1).135. 3 come out or result in identity with, τινι S.E.M.7.421.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ἔρχομαι), mit, zugleich herausgehen, τινί; Eur. Hec. 1012; Thuc. 8, 61; Xen. An. 7, 8, 6; bes. zum Angriff, Hell. 3, 4, 2 u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξέρχομαι: ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 74, Εὐρ. Ἑκ. 1012, Θουκ. 8. 61, κτλ.· ἰδίως, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2, π. Ζ. Γεν. 5. 3, 23, κτλ. 3) καταλήγω ἢ ἀπολήγω, ἀποβαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 421.
French (Bailly abrégé)
sortir ou partir avec, particul. pour une expédition, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξέρχομαι.
Greek Monolingual
Α
1. εξέρχομαι μαζί με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ ὕστερον... ἀποτέμνεται», Αριστοτ.)
3. επιτίθεμαι
4. καταλήγω, αποβαίνω ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («συνεξέρχεται τῇ ψευδεῑ... φαντασίᾳ», Σέξτ. Εμπ.)
5. (για αθλητές) φέρνω το ίδιο αποτέλεσμα.
Greek Monolingual
Α
1. εξέρχομαι μαζί με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ ὕστερον... ἀποτέμνεται», Αριστοτ.)
3. επιτίθεμαι
4. καταλήγω, αποβαίνω ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («συνεξέρχεται τῇ ψευδεῑ... φαντασίᾳ», Σέξτ. Εμπ.)
5. (για αθλητές) φέρνω το ίδιο αποτέλεσμα.
Greek Monotonic
συνεξέρχομαι: αόρ. βʹ -εξῆλθον, αποθ., εξέρχομαι, βγαίνω έξω μαζί με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξέρχομαι mede naar buiten gaan of komen, samen (met...) eropuit gaan; met dat. met iem. of iets.