μελῳδητός: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(24)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελῳδητός]], -ή, -όν (ΑM) [[μελωδώ]]<br />αυτός που μπορεί να τον ψάλλει [[κάποιος]] με [[μελωδία]].
|mltxt=[[μελῳδητός]], -ή, -όν (ΑM) [[μελωδώ]]<br />αυτός που μπορεί να τον ψάλλει [[κάποιος]] με [[μελωδία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελῳδητός:''' выражаемый пением Plut.
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῳδητός Medium diacritics: μελῳδητός Low diacritics: μελωδητός Capitals: ΜΕΛΩΔΗΤΟΣ
Transliteration A: melōidētós Transliteration B: melōdētos Transliteration C: meloditos Beta Code: melw|dhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be sung, used in singing, Plu.2.389f, etc.

German (Pape)

[Seite 129] gesungen, sangbar, Plut. de ει ap. Delph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μελῳδήσῃ, εὔχρηστος ἐν τῇ μελῳδία, Πλούτ. 2. 389F, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
usité dans le chant.
Étymologie: μελῳδέω.

Greek Monolingual

μελῳδητός, -ή, -όν (ΑM) μελωδώ
αυτός που μπορεί να τον ψάλλει κάποιος με μελωδία.

Russian (Dvoretsky)

μελῳδητός: выражаемый пением Plut.