τυφογέρων: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῡφογέρων:''' οντος ὁ слабоумный старик Arph.
|elrutext='''τῡφογέρων:''' οντος ὁ слабоумный старик Arph.
}}
{{elnl
|elnltext=τυφογέρων -οντος, ὁ [τῦφος, γέρων] oude sufferd.
}}
}}

Revision as of 13:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡφογέρων Medium diacritics: τυφογέρων Low diacritics: τυφογέρων Capitals: ΤΥΦΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: typhogérōn Transliteration B: typhogerōn Transliteration C: tyfogeron Beta Code: tufoge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, (τῦφος)

   A silly old man, dotard, Ar.Nu.908 (anap.); τ. ἄνδρες Id.Lys.335 (lyr.):—perh. with a play on τυμβογέρων.

German (Pape)

[Seite 1166] οντος, ὁ, ein kindischer, geistesschwacher Alter, dessen Verstand durch hohes Alter verdunkelt, gleichsam in Rauch u. Dunst gehüllt ist; Ar. Nubb. 898, Schol. μάταιος, κενόδοξος; Lys. 335, Schol. τετυφωμένος (vgl. τυφεδανός). Andere erklären ein Greis, der dem Scheiterhaufen, d. i. dem Grabe nahe ist.

Greek (Liddell-Scott)

τυφογέρων: -οντος, (τύφω) ἀνόητος καὶ μωρὸς γέρων, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς εἶναι ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. τυφεδανός), τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - ἴσως μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. τυμβογέρων.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
vieil imbécile litt. vieillard dont l’esprit est émoussé.
Étymologie: τῦφος, γέρων.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέροςτυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων.

Greek Monotonic

τῡφογέρων: -οντος, ὁ (τύφω), ανόητος και μωρός γέρος, του οποίου το μυαλό είναι σκοτισμένο και συγκεχυμένο από την ηλικία, ξεκουτιασμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῡφογέρων: οντος ὁ слабоумный старик Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφογέρων -οντος, ὁ [τῦφος, γέρων] oude sufferd.