κάλλαιον: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάλλαιον:''' τό, [[λειρί]] κόκκορα· πληθ. [[κάλλαια]], <i>τά</i>, τα φτερά της ουράς του, Λατ. [[palea]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κάλλαιον:''' τό, [[λειρί]] κόκκορα· πληθ. [[κάλλαια]], <i>τά</i>, τα φτερά της ουράς του, Λατ. [[palea]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάλλαιον:''' v. l. [[κάλαιον]] τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> петушиный гребень Arst.;<br /><b class="num">2)</b> бородка, подзобок (мясистый нарост под петушиным клювом) Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A cock's comb, Arist.HA631b10, 28: pl., κάλλαια, τά, wattles, Ar.Eq.497, Ael.NA5.5, 15.2, Paus.9.23.4. 2 cock's tailfeathers, Ael.Dion.Fr.219.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλαιον: τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος σαρκώδης λόφος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ σαρκώδης αὐτοῦ πώγων, Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ αὐτοῦ, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ τύπος κάλλεα ὑπῆρχεν ἄλλοτε ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν ταῦτα οὕτως ἕνεκα τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 crête de coq;
2 jabot de coq;
3 plumes de la queue du coq.
Étymologie: κάλλος.
Greek Monolingual
το (AM κάλλαιον)
νεοελλ.
ανατ. έπαρμα του ηθμοειδούς οστού, στο μέσον του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα
μσν.-αρχ.
1. η σαρκώδης απόφυση της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, λειρί, λοφίο
2. το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. χαρχάλι
3. τα φτερά της ουράς του πετεινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κάλλος, ενώ η σύνδεση με τους τ. καλάινος, καλῶ δημιουργεί δυσχέρειες].
Greek Monotonic
κάλλαιον: τό, λειρί κόκκορα· πληθ. κάλλαια, τά, τα φτερά της ουράς του, Λατ. palea, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάλλαιον: v. l. κάλαιον τό (преимущ. pl.)
1) петушиный гребень Arst.;
2) бородка, подзобок (мясистый нарост под петушиным клювом) Arph.