προεπιπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεπιπλήσσω:''' είμαι ο [[πρώτος]] που [[κατηγορώ]], <i>τινί</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''προεπιπλήσσω:''' είμαι ο [[πρώτος]] που [[κατηγορώ]], <i>τινί</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''προεπιπλήσσω:''' атт. [[προεπιπλήττω]] заранее порицать ([[αὑτῷ]] Arst. - v. l. [[προσεπιπλήττω]]).
}}
}}

Revision as of 13:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπιπλήσσω Medium diacritics: προεπιπλήσσω Low diacritics: προεπιπλήσσω Capitals: ΠΡΟΕΠΙΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: proepiplḗssō Transliteration B: proepiplēssō Transliteration C: proepiplisso Beta Code: proepiplh/ssw

English (LSJ)

   A to be the first to blame, prob. in Arist.Rh.1408b2 (cf. Quint.Inst.8.3.37).

German (Pape)

[Seite 721] (s. πλήσσω), vorher zuschlagen, schelten, τινί, Arist. rhet. 3, 7, Bekk. προσεπιπλ., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεπιπλήσσω: ἐπιπλήττω, ψέγω πρῶτος, αὐτῷ Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

prendre les devants pour réprimander : αὑτῷ ARSTT prévenir, en se gourmandant soi-même, les reproches d’autrui.
Étymologie: πρό, ἐπιπλήσσω.

Greek Monolingual

Α
επιπλήττω πρώτος.

Greek Monotonic

προεπιπλήσσω: είμαι ο πρώτος που κατηγορώ, τινί, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προεπιπλήσσω: атт. προεπιπλήττω заранее порицать (αὑτῷ Arst. - v. l. προσεπιπλήττω).