ταφρεία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ταφρεία:''' ἡ, [[κατασκευή]] τάφρων ή χαρακωμάτων, σε Δημ. | |lsmtext='''ταφρεία:''' ἡ, [[κατασκευή]] τάφρων ή χαρακωμάτων, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταφρεία:''' ἡ копание рва, проведение окопов Dem., Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A making of ditches or trenches, D.18.299, Delph.3(5).74.44 (iv B.C.), Plb.5.2.5, etc.: collectively, entrenchments, Ph.Bel. 80.19, 85.46, D.C.36.54, al.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, das Grabenmachen, Ziehen eines Grabens, Dem. 18, 299.
Greek (Liddell-Scott)
ταφρεία: ἡ, ἡ κατασκευὴ τάφρων ἢ προχωμάτων, Δημ. 325. 20, Πολύβ. 5. 2, 5, κτλ. ΙΙ. = τάφρος, Δίων Κ. 36. 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. τάφρευσις.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ταφρεύω
1. η κατασκευή τάφρων ή προχωμάτων
2. συνεκδ. τα χαρακώματα, τα ορύγματα.
Greek Monotonic
ταφρεία: ἡ, κατασκευή τάφρων ή χαρακωμάτων, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ταφρεία: ἡ копание рва, проведение окопов Dem., Polyb.