φιλομεμφής: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]] «[[κατηγορώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑτοιμο</i>-<i>μεμφής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]] «[[κατηγορώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑτοιμο</i>-<i>μεμφής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλομεμφής:''' (superl. φιλομεμφότατος) любящий порицать, придирчивый Plut.
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομεμφής Medium diacritics: φιλομεμφής Low diacritics: φιλομεμφής Capitals: ΦΙΛΟΜΕΜΦΗΣ
Transliteration A: philomemphḗs Transliteration B: philomemphēs Transliteration C: filomemfis Beta Code: filomemfh/s

English (LSJ)

ές,

   A fond of finding fault, censorious, Democr.109, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος Id.Comp.Cim.Luc.1.

German (Pape)

[Seite 1282] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομεμφής: -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς ἡμαρτημένως ἀντὶ -έστατος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à faire des reproches, grondeur.
Étymologie: φίλος, μέμφομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμο-μεμφής].

Russian (Dvoretsky)

φιλομεμφής: (superl. φιλομεμφότατος) любящий порицать, придирчивый Plut.