ἐπίσυρμα: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίσυρμα:''' -ατος, τό, [[καθετί]] που σύρεται, [[ουρά]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπίσυρμα:''' -ατος, τό, [[καθετί]] που σύρεται, [[ουρά]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίσυρμα:''' ατος τό борозда, тянущийся по земле след (τοῦ ξύλου Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐπισύρω)
A anything trailed after one : trail of a snake, Hp.Ep.15 ; trail or track made by dragging a thing, X.Cyn. 9.18.
German (Pape)
[Seite 987] τό, das Nachgeschleppte, die Schleppe, der Schweif, Hippocr. – Bei Xen. Cyn. 9, 18, sind ἐπισύρματα τοῦ ξύλου die Spuren des geschleppten Körpers.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσυρμα: τό, πᾶν ὅ,τι σύρεται κατόπιν τινός, ἡ οὐρὰ ὄφεως, Ἱππ. Ἐπ. 1277· ἡ γραμμὴ ἢ τὸ ἴχνος ὅπερ γίνεται ὅταν τις σύρῃ τι κατὰ γῆς, Ξεν. Κυν. 9, 18.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sillon que laisse après soi une chose qui balaie le sol.
Étymologie: ἐπισύρω.
Greek Monolingual
ἐπίσυρμα, τὸ (Α) επισύρω
1. οτιδήποτε σέρνεται πάνω σε κάτι
2. σημάδι που αφήνει σώμα που σέρνεται πάνω σε κάτι («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῑς ἔργοις», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐπίσυρμα: -ατος, τό, καθετί που σύρεται, ουρά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσυρμα: ατος τό борозда, тянущийся по земле след (τοῦ ξύλου Xen.).