χρωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρωτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> όπως [[χρῴζω]], [[χρωματίζω]] — Μέσ., <i>χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χρωτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> όπως [[χρῴζω]], [[χρωματίζω]] — Μέσ., <i>χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρωτίζω:''' досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν [[ἑαυτοῦ]] νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.
}}
}}

Revision as of 14:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωτίζω Medium diacritics: χρωτίζω Low diacritics: χρωτίζω Capitals: ΧΡΩΤΙΖΩ
Transliteration A: chrōtízō Transliteration B: chrōtizō Transliteration C: chrotizo Beta Code: xrwti/zw

English (LSJ)

   A colour, χ. τὸν οἶνον give it colour and flavour, Plu.2.693c:—Med., χ. τὴν φύσιν τινί tinge one's nature with... Ar.Nu. 516(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1384] färben, abfärben, Sp.; τὸν οἶνον, den Wein anmachen, ihm Farbe und Geschmack geben, Plut. Symp. 6, 7,2. – Med., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν τινί, seinem Wesen einen Anstrich wovon geben, Ar. Nub. 508.

Greek (Liddell-Scott)

χρωτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χρώζω, χρωματίζω, χρ. τὸν οἶνον, δίδω εἰς τὸν οἶνον χρῶμα καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.

French (Bailly abrégé)

colorer, teindre;
Moy. χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).
Étymologie: χρώς.

Greek Monolingual

ΜΑ χρώς, χρωτός]
μσν.
μέσ. χρωτίζομαι
μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.)
αρχ.
1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.)
2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — μεταδίδω τις ιδιότητές μου σε κάποιον, επηρεάζω κάποιον (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

χρωτίζω: μέλ. -ίσω όπως χρῴζω, χρωματίζω — Μέσ., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρωτίζω: досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν οἶνον ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν ἑαυτοῦ νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.