προσβοηθέω: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, [[έρχομαι]] να συντρέξω, <i>προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.
|lsmtext='''προσβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, [[έρχομαι]] να συντρέξω, <i>προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat.
}}
}}

Revision as of 14:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβοηθέω Medium diacritics: προσβοηθέω Low diacritics: προσβοηθέω Capitals: ΠΡΟΣΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: prosboēthéō Transliteration B: prosboētheō Transliteration C: prosvoitheo Beta Code: prosbohqe/w

English (LSJ)

Ion. προσ-βωθέω,

   A come to aid, abs., ναυσὶ π. Th.2.25, cf. 6.66, 69, etc.; δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν with ten ships... Id.8.23; στρατιᾷ καὶ ἵπποις v.l. in X.HG1.3.5; προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην v.l. in Hdt.8.144; οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσεβεβοηθήκει Th.1.50.

German (Pape)

[Seite 754] ion. προσβωθέω, zur Hülfe herbeieilen, zu Hülfe kommen; προσβωθῆσαι εἰς Βοιωτίην, Her. 8, 144; τινί, Thuc. 6, 66. 69 u. öfter; Xen. Cyr. 1, 4, 19; Pol. 2, 67, 6; εἰς τὴν Ῥώμην, 2, 24, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, ἔρχομαι φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours de, dat. ou εἰς et l’acc..
Étymologie: πρός, βοηθέω.

Greek Monotonic

προσβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω, έρχομαι να συντρέξω, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat.