συνάχθομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνάχθομαι:''' (fut. συναχθέσομαι и συναχθεσθήσομαι) разделять (чье-л.) горе, соболезновать: σ. τινι Her., Isocr., Dem., Arst., Plut.; соболезновать кому-л.; σ. τινι и ἐπί τινι Xen., Dem., Arst., Plut.; соболезновать в чем-л.
|elrutext='''συνάχθομαι:''' (fut. συναχθέσομαι и συναχθεσθήσομαι) разделять (чье-л.) горе, соболезновать: σ. τινι Her., Isocr., Dem., Arst., Plut.; соболезновать кому-л.; σ. τινι и ἐπί τινι Xen., Dem., Arst., Plut.; соболезновать в чем-л.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-άχθομαι mede verdriet hebben, mede gekweld worden, zich mede ergeren, meeleven; met dat. van personen met iem.; met dat. van zaken, met ἐπί + dat. vanwege of door iets:. δῆλος ἦν συναχθόμενός μοι τῇ συμφορᾷ het was duidelijk dat (mijn vader) meeleefde met mijn ongeluk Xen. Cyr. 4.6.5.
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάχθομαι Medium diacritics: συνάχθομαι Low diacritics: συνάχθομαι Capitals: ΣΥΝΑΧΘΟΜΑΙ
Transliteration A: synáchthomai Transliteration B: synachthomai Transliteration C: synachthomai Beta Code: suna/xqomai

English (LSJ)

fut.

   A -αχθεσθήσομαι Aeschin.3.242, Thphr.Char.29.5: aor. opt. -αχθεσθείην D.20.113, etc.:—to be troubled or grieved along with or together, condole with, c. dat. pers., πιεζευμένοισι ὑμῖν συναχθόμεθα Hdt.8.142, cf. Isoc.4.112, 6.103, D.20.113, etc.: c. dat. rei, at a thing, X.Cyr.4.6.5, D.58.59; ἐπί τινι X.Cyr.8.2.2, D.53.7; περί or ὑπέρ τινος Phalar.Ep.85, Thphr.Char.l.c.: also c. gen. rei, because of a thing, Alciphr.1.31; σ. ἢν . . X.Cyr.1.6.24, Smp.8.18.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. ἄχθομαι), sich mit od. zugleich beschweren, betrüben, mittrauern; τινί, Her. 8, 142; Isocr. 1, 26. 4, 112; τῇ πόλει συναχθεσθείην, Dem. Lpt. 113, mit folgdm εἰ; Folgde, wie Plut. consol. ad Apoll. Anf.

Greek (Liddell-Scott)

συνάχθομαι: μέλλ. -αχθέσομαι, ὡσαύτως -αχθεσθήσομαι Αἰσχίν. 88. 22· ἀόρ. -αχθεσθείην Δημ. 491. 10, κτλ.· ἀποθετ. Ἄχθομαι ὁμοῦ μετά τινος, συμπαθῶ, συλλυποῦμαί τινα, μετὰ δοτ. προσ., πιεζομένοισι ὑμῖν συναχθόμεθα Ἡρόδ. 8. 142, πρβλ. Ἰσοκρ. 64Β, 137Β, Δημ. 49Ι. 10, κτλ.· μετὰ δοτικ. πράγμ., διὰ τι πρᾶγμα, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5, Δημ. 1340. 24· ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, Δημ. 1248. 14· περὶ ἢ ὑπέρ τινος Φαλάρ. Ἐπιστ. 85, Θεοφρ. Χαρακτ. 29· ὡσαύτως μετὰ γενικ. πράγμ., ἐξ αἰτίας τινὸς πράγματος, Ἀλκίφρων 1. 31· σ. ἢν ? Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24, Συμπ. 8, 18.

French (Bailly abrégé)

f. συναχθεσθήσομαι, ao. συνηχθέσθην;
s’affliger avec ; τινι avec qqn ; τινι, ἐπί τινι, ὑπέρ τινος de qch.
Étymologie: σύν, ἄχθομαι.

Greek Monolingual

Α
1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»].

Greek Monolingual

Α
1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»].

Greek Monotonic

συνάχθομαι: μέλ. -αχθέσομαι και -αχθεσθήσομαι· ευκτ. αορ. αʹ -αχθεσθείην· αποθ., στενοχωρούμαι, θλίβομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, συμπονώ κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., για κάτι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνάχθομαι: (fut. συναχθέσομαι и συναχθεσθήσομαι) разделять (чье-л.) горе, соболезновать: σ. τινι Her., Isocr., Dem., Arst., Plut.; соболезновать кому-л.; σ. τινι и ἐπί τινι Xen., Dem., Arst., Plut.; соболезновать в чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άχθομαι mede verdriet hebben, mede gekweld worden, zich mede ergeren, meeleven; met dat. van personen met iem.; met dat. van zaken, met ἐπί + dat. vanwege of door iets:. δῆλος ἦν συναχθόμενός μοι τῇ συμφορᾷ het was duidelijk dat (mijn vader) meeleefde met mijn ongeluk Xen. Cyr. 4.6.5.