κλινοποιός: Difference between revisions
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλῑνοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), αυτός που φτιάχνει κρεβάτια ή πλαίσια κρεβατιών, ταπετσέρης, σε Πλάτ., Δημ. | |lsmtext='''κλῑνοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), αυτός που φτιάχνει κρεβάτια ή πλαίσια κρεβατιών, ταπετσέρης, σε Πλάτ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλινοποιός -οῦ, ὁ [κλίνη, ποιέω] beddenfabrikant. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A maker of beds or bedsteads, Pl.R.597a, D.27.9:—hence ἡ κλινοποιική (sc. τέχνη)
A the art of making beds, Poll.7.159.
German (Pape)
[Seite 1454] = κλινοπηγός; Plat. Rep. X, 596 e; Dem. 27, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων κλίνας, ξυλουργός, Πλάτ. Πολ. 596Ε, Δημ. 816. 9· ― ἡ κλινοποιϊκὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν κλίνας, Πολυδ. Ζ΄, 159.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de lits, de litières.
Étymologie: κλίνη, ποιέω.
Greek Monolingual
ο (Α κλινοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ποιός (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κλῑνοποιός: ὁ (ποιέω), αυτός που φτιάχνει κρεβάτια ή πλαίσια κρεβατιών, ταπετσέρης, σε Πλάτ., Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινοποιός -οῦ, ὁ [κλίνη, ποιέω] beddenfabrikant.