στρόφιον: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στρόφιον:''' τό [demin. к [[στρόφος]] повязка грудная Arph. или головная Plut. | |elrutext='''στρόφιον:''' τό [demin. к [[στρόφος]] повязка грудная Arph. или головная Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρόφιον -ου, τό, demin. van στρόφος, band, door vrouwen gebruikt als beha; bij priesters: hoofdband. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of στρόφος,
A band worn by women round the breast, Pherecr. 100, Ar.Lys.931, Th.139,255, Fr.647, IG22.1388.19. II headband worn by priests, etc., Philoch.141 B, IG5(1).1390.179 (Andania, i B.C.), Plu.Arat.53, Arr.Epict.3.21.16, SIG869.21 (Eleusis, ii A.D.); cf. στροφεῖον 111. III = ἱμάς, boxing-glove, Philostr.Gym.10 (14).
German (Pape)
[Seite 956] τό, dim. von στρόφος, eine kleine Binde, ein Band, das Frauen u. Mädchen um den Kopf u. um die Brust wanden, Ar. bei Clem. Al. = Auch ein Kopfschmuck der Priester, Plut. Arat. 53, der Könige, Aristid. 5; vgl. Maneth. 1, 227; D. L., 8, 73.
Greek (Liddell-Scott)
στρόφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στρόφος, ταινία ἣν ἐφόρουν γυναῖκες περὶ τὸ στῆθος, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, Ἀριστοφ. Λυσ. 931, Θεσμ. 139, 255, Ἀποσπ. 509, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8· πρβλ. στρόφος Ι. Müller Archäol. d. Kunst § 339. 3. II. ταινία ἣν ἐφόρουν περὶ τὴν κεφαλὴν οἱ ἱερεῖς, Πλουτ. Ἄρατ. 53, πρβλ. Φιλόχ. 141Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 16· - «στρογγύλη ζώνη» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bandeau, bandelette.
Étymologie: στρόφος.
Greek Monotonic
στρόφιον: τό, υποκορ. του στρόφος·
I. ταινία ή λωρίδα που φορούσαν οι γυναίκες γύρω από το στήθος τους, στηθόδεσμος, σε Αριστοφ.
II. κεφαλόδεσμος που φορούσαν οι ιερείς, μίτρα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
στρόφιον: τό [demin. к στρόφος повязка грудная Arph. или головная Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρόφιον -ου, τό, demin. van στρόφος, band, door vrouwen gebruikt als beha; bij priesters: hoofdband.