τριφίλητος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐφίλητος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, [[τριπλά]] πεφιλημένος, [[φίλτατος]], εξαιρετικά [[αγαπητός]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''τρῐφίλητος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, [[τριπλά]] πεφιλημένος, [[φίλτατος]], εξαιρετικά [[αγαπητός]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριφίλητος -ον [τρι-, φιλέω] driewerf geliefd. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[φῐ], ον,
A thrice-beloved, Ἄδωνις Theoc.15.86.
Greek (Liddell-Scott)
τριφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, ὁ τρὶς πεφιλημένος, πολυφίλητος, φίλτατος, Ἄδωνις Θεόκρ. 15. 86.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois aimé, bien-aimé.
Étymologie: τρεῖς, φιλέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένος («τριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ-φίλητος].
Greek Monotonic
τρῐφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, τριπλά πεφιλημένος, φίλτατος, εξαιρετικά αγαπητός, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριφίλητος -ον [τρι-, φιλέω] driewerf geliefd.